-
1 προετοιμασία
[проэтимасиа] ουσ. Θ. приготовление, подготовление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προετοιμασία
-
2 подготовка
-и θ.προετοιμασία, προπαρασκευή προκατάρτιση•подготовка уроков προετοιμασία των μαθημάτων•
подготовка к экзаменам προετοιμασία για τις εξετάσεις•
слабая подготовка αδύνατη προετοιμασία•
без -и απροετοίμαστα απ ευθείας.
εκφρ.артиллерийская подготовка – προετοιμασία πυροβολικού. -
3 подготовка
подготовка ж η προετοιμασία* η προπαρασκευή· без \подготовкаи πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία* * *жη προετοιμασία; η προπαρασκευήбез подгото́вки — πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία
-
4 приготовление
1. (приведение в состояние готовности) η προετοιμασία 2. (изготовление) η προπαρασκευή, η προετοιμασία 3. (заблаговременное выполнение, осуществление) η προετοιμασία, η εξασφάλιση, διασφάλιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовление
-
5 приготовление
приготовление с 1) η προετοιμασία 2) (пищи ) το μαγείρευμα* * *с1) η προετοιμασία2) ( пищи) το μαγείρευμα -
6 заготавливание
1. (заблаговременное приготовление чего-л) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас чего-л.) η προμήθεια, ο εφοδιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливание
-
7 подготавливание
η προετοιμασία, η προπαρασκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подготавливание
-
8 подготовка
1. (предварительная работа для выполнения, осуществления чего-л.) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас знаний, полученных в процессе обучения, занятий) η εκπαίδευση, η κατάρτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подготовка
-
9 поездка
το ταξίδι, η εκδρομήдата - и ημερομηνία - ού, организовать - у οργανώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поездка
-
10 препарирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > препарирование
-
11 приладка
полигр. η προετοιμασία (του πιεστηρίου για εκτύπωση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приладка
-
12 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
13 экспонат
το έκθεμα, το δείγμα· *ассор-тимент - ов ποικιλία των - τωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонат
-
14 лихорадочный
лихорад||очныйприл прям., перен πυρετώδης:\лихорадочныйочное состояние κατάσταση διέγερσης, κατάσταση δξαψης· \лихорадочныйочная подготовка ἡ πυρετώδης προετοιμασία -
15 подготовка
подгото́вк||аж1. ἡ προετοιμασία, ἡ προπαρασκευή:артиллерийская \подготовка ἡ προπαρασκευή πυροβολικοῦ· без \подготовкаи ἀπροετοίμαστα·2. (обучение) ἡ ἐκπαίδευση [-ις], ἡ ἐκγύμναση [-ις]:\подготовка кадров ἡ ἐκπαίδευση [-ις] τῶν στελεχών военная \подготовка ἡ στρατιωτική ἐκγύμναση [-ις]. -
16 приготовление
приготовл||ениес1. ἡ προετοιμασία, ἡ προπαρασκευή (подготовка) / τό μαγείρεμα (пищи)·2. \приготовлениеения мн. οἱ προετοιμασίες:без \приготовлениеений ἀπρόοπτα, ἀναπάντεχα, ἐξ ἀπροόπτου, αἰφνιδίως. -
17 уходить
уходитьнесов1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):\уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:\уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:\уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:\уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά. -
18 аврал
-а α.1. προετοιμασία• ομαδική δουλειά πληρώματος σκάφους.2. ανοργάνωτη μαζική δουλειά. -
19 боевой
επ.1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•-ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•
-ое задание στρατιωτική αποστολή•
-опыт η πολεμική πείρα•
-ая тревога πολεμικός συναγερμός•
боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•
-ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•
-ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•
боевой конь μαχητικό άλογο•
боевой патрон το φυσίγγι•
-ые припасы τα πολεμοφόδια•
-ая задача αποστολή μάχης•
-ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•
боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•
-ая мощь στρατιωτική ισχύς•
-ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.
2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•боевой дух πολεμικό πνεύμα.
3. αγωνιστικός. -
20 докторантура
-ы θ.διδακτορία, διδακτορικό σύστημα σύστημα στην ΕΣΣΔ για την προετοιμασία επιστημονικών συνεργατών και διδακτόρων επιστημών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προετοιμασία — προετοιμασίᾱ , προετοιμασία previous preparation fem nom/voc/acc dual προετοιμασίᾱ , προετοιμασία previous preparation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προετοιμασία — η, ΝΜΑ [προετοιμάζω] ετοιμασία εκ τών προτέρων, προπαρασκευαστικές ενέργειες, προπαρασκευή (α. «οι προετοιμασίες για τον εορτασμό» β. «η προετοιμασία τού συνεδρίου γ. «η προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη» νεοελλ. 1. μουσ. η απάλυνση τής εντύπωσης … Dictionary of Greek
προετοιμασίας — προετοιμασίᾱς , προετοιμασία previous preparation fem acc pl προετοιμασίᾱς , προετοιμασία previous preparation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek